- αναμφίβολο
- şüphesiz, kuşkusuz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek
Σπαταλάς, Γεράσιμος — Έλληνας φιλόλογος, λογοτέχνης και μετρικός (Κέρκυρα 1887 Αθήνα 1971). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε το περιοδικό Μαύρος Γάτος (1920 1921). Σε νεαρότερη ηλικία δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, που απάνθισμα τους αποτέλεσε… … Dictionary of Greek